- δισσῶς
- δισσῶς adv. (s. prec. entry; Trag. et al.; PMich 465, 31; Sir 23:11; Test12Patr) doubly κολάζεσθαι be punished doubly Hs 9, 18, 2.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
δισσῶς — δισσός twofold adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)